Μάτην φυλάττεις τὸν τάφον, κουστωδία.
Οὐ γὰρ καθέξει τύμβος αὐτοζωΐαν.
Καημένο χέρι,το νεκρό συ πιάσε.
Ωιμέ,τι βλέπω,τι κρατώ στα χέρια;
Ποιος είναι τούτος που νεκρός αγκαλιάζω;
Τον ευλαβούμαι η δόλια,πώς στο στήθος
Να τον κρατήσω,πώς να τον θρηνήσω;
Δώσε μου κι ως νεκρό να σου μιλήσω
Και ν’ασπαστώ το σώμα σου,Παιδί μου.
Σου λέγω τώρα το στερνό μου ‘χαίρε’
Εγώ που ουδέποτε να σε γεννούσα,
αν ήταν οι άνομοι να σε σκοτώσουν.
Το δεξί χέρι δώσ’μου να φιλήσω,
χέρι μου λατρευτό που κράταα πάντα
και που κρατιόμουν σαν κισσός σε δέντρο.
Γλυκά μου μάτια,αγαπημένο στόμα
πρόσωπο κι όψη ευγενική του Γιού μου,
ω ολόγλυκο φιλί των δυό χειλιών σου,
ω σώμα θείο και ανασαιμιά όλο γλύκα.
Ω αναπνοή όλη μύρο.
Βασιλιά,βασιλιά,πώς να σε κλάψω;
και πώς να σ'ονομάσω,Θεέ μου,Θεέ μου;
Λιώνει η ψυχή μου,πώς να σε θρηνήσω;
Μέσα στα εντάφια αυτά σ'έχουν τυλίξει,
στα σπάργανα που εγώ σε τραγουδούσα.
Πάρτε τον,με τα μάτια ν'αντικρύσω
που ο Γιός μου θα ταφή κι εκεί να κλαίω,
ώσπου η γλυκειά να λάμψη τρίτη μέρα.
Τι πένθος που ξαπλώθηκε,Παιδί μου,
θλίψη κοινή θαρρώ για όλο τον κόσμο,
θλίψη κοινή που ανέλπιστα προφταίνει.
Μακάρι και η κοινή χαρά να φτάση.
Ο Χριστός Πάσχων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου